- εὐώπιδα
- εὐώ̱πιδα , εὐῶπιςfair-eyedneut nom/voc/acc plεὐώ̱πιδα , εὐῶπιςfair-eyedmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευώπις — εὐῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει ωραία μάτια, ωραία όψη («εὐώπιδα κούρην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυκό τού εύωψ βλ. λ.] … Dictionary of Greek